- εὐκατάσειστος
- εὐκατάσειστοςeasily shakenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκατάσειστος — εὐκατάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα 2. αυτός που καταρρίπτεται εύκολα αρχ. αυτός που συγκινείται, που παρασύρεται εύκολα («εὐκατάσειστον εἶναι τὸν δῆμον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σειστος (< κατα σείω), πρβλ. α κατά… … Dictionary of Greek
εὐκατάσειστον — εὐκατάσειστος easily shaken masc/fem acc sg εὐκατάσειστος easily shaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάσειστα — εὐκατάσειστος easily shaken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάσειστοι — εὐκατάσειστος easily shaken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)